- χλωροφάγος
- -ον, Μαυτός που τρώει χλωρή τροφή, χλωρό χορτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωροφάγα — χλωροφάγος eating green food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek
χλωροφαγώ — έω, Μ [χλωροφάγος] τρώω χλωρή τροφή, χλωρό χορτάρι … Dictionary of Greek